- διημέρευση
- ητο να περάσει κανείς κάπου την ημέρα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διημέρευση — η (Μ διημέρευσις) [διημερεύω] η παραμονή όλη την ημέρα σε έναν τόπο … Dictionary of Greek
ημέρευση — η (Α ἡμέρευσις) [ημερεύω (ΙΙ)] νεοελλ. η εξημέρωση, ο δαμασμός, η τιθάσευση αρχ. η διημέρευση … Dictionary of Greek